-
1 σωρεύω
σωρεύω, häufen, aufhäufen, Pol. 16, 11, 4 u. a. Sp.; überhäufen, anfüllen, αἰγιαλὸς σεσωρευμένος νεκρῶν, Pol. 16, 8, 9; βωμοὺς λιβάνῳ, Hdn. 4, 8, vgl. 5, 5; αὐχένας στέμμασιν, Apollnds. 12 (VII, 233).
См. также в других словарях:
σωρεύω — ΝΜΑ [σωρός] (κυριολ. και μτφ.) συσσωρεύω, συγκεντρώνω και σχηματίζω σωρό (α. «ο πόλεμος σωρεύει αφάνταστα δεινά» β. «διετέλεσε... σωρεύων πανταχόθεν τὸν πλοῡτον», Διόδ. γ. «ἄνθρακας πυρὰς σωρεύσεις», ΚΔ δ. «διὰ τοῡ πλήθους τῆς σωρευομένης γῆς»,… … Dictionary of Greek